Monday, March 14, 2011

Εντυπώσεις από το 13ο DOC FEST και από δυο ταινίες: «Νευροτυπικοί» (Neurotypical) και «Αυτιστικοί» (Autisten)

Παρακολούθησα τις δυο ταινίες τη μια πίσω από την άλλη και αναρρωτιέμαι τώρα αν η διάταξή τους στο πρόγραμμα ήταν τυχαία ή κατ’ επιλογήν. Όπως και να ‘χει, η διάταξη αυτή λειτούργησε καλά: Η μια ταινία εξισορροπεί την άλλη, παρέχει την απαραίτητη «άλλη» οπτική γωνία.

Πριν συνεχίσω, δυο επισημάνσεις / προειδοποιήσεις: Διαβάζοντας παρακάτω θα μάθετε κομμάτια των ταινιών. Δε γνωρίζω πόση σημασία έχει αυτό σ’ ένα ντοκυμανταίρ, αλλά το να μη γνωρίζετε τους χαρακτήρες μπορεί να κάνει το κείμενο δυσνόητο. Επίσης, δεν έχω καμία σχέση με τον κινηματογράφο, οπότε δε θα μάθετε πολλά (ή ακριβή) γύρω από τις τεχνικές αρετές των ταινιών.

Το θέμα των ταινιών είναι ο αυτισμός, ή έτσι φαίνεται αρχικά, μια έννοια τόσο ταλαιπωρημένη όσο και άλλες που δυσκολευόμαστε να τις περιγράψουμε και να τις κατανοήσουμε. Η λέξη ξεκίνησε τη ζωή της ως κλινικός όρος, πέρασε ένα μεγάλο διάστημα ως λέξη ταμπού (ή βρισιά) και τώρα σιγά σιγά εξελίσσεται σε μετάλλιο για γονείς, των οποίων τα παιδιά μπορεί να πάσχουν από ένα σωρό πράγματα – ή και οχι. Το θέμα των ταινιών είναι ο αυτισμός, αλλά εμμέσως. Το άμεσο, το ζωντανό «εδώ και τώρα» των δυο ντοκυμανταίρ αποτελούν οι άνθρωποι. Γονείς και παιδιά, «διεγνωσμένοι» και μη, «έγκλειστοι» ή «ελεύθεροι», όλοι μιλούν στην κάμερα και μας λένε την άποψή τους, για το τί τους συμβαίνει – αλλά και για το τί συμβαίνει σ’ εμάς.

Η ταινία «Νευροτυπικοί» του Adam Larsen (www.neuro-typical.com) φαίνεται να παρουσιάζει πιο οικείους ανθρώπους. «Αυτιστικούς» που μας κάνουν ν’ αναρρωτιόμαστε «καλά, αυτός είναι αυτιστικός;» και «μήπως είμαι κι’ εγώ;». Φέρνει τα πάνω κάτω λοιπόν, αποφεύγει τις κλινικές ταμπέλες, παίζει με τα όρια του φυσιολογικού και μας ενημερώνει οτι «τραγικά, έως 149 στους 150 ανθρώπους μπορεί να είναι νευροτυπικοί». Είναι εύκολο να σταματήσουμε στο παιχνίδι αυτό, στη γλύκα της Violet, στην «τυπική» σχεδόν εφηβεία του Nicholas, στην συναρπαστική νεα ταυτότητα της Paula και να φύγουμε από την αίθουσα γεμάτοι βεβαιότητες και ζεστασιά. Ο Larsen δεν μας το επιτρέπει. Ευγενικά μας σφυροκοπά από την αρχή ακόμα. Τα λόγια της μητέρας του Taylor στοιχειώνουν την ταινία, μαζί με τις μουσικές του πατέρα της Violet. Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές παραθέτουν τις δυσκολίες τους και έτσι δεν μας επιτρέπουν το «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», μια ρόδινη παράσταση πασπαλισμένη με άχνη. Παραμένουμε στην πραγματικότητα – ντοκυμανταίρ άλλωστε – και στο «έχουμε καλές μέρες και έχουμε και κακές».

Δια της ταινίας έχουμε την τύχη ν’ ακούσουμε ανθρώπους να περιγράφουν αυτό που βιώνουν με όρους νευροτυπικών. Ο Wolf, ο Michael (ας με συγχωρεί αν θυμάμαι λάθος το όνομα), o John, άνθρωποι υψηλής ευφυίας αλλά το κυριότερο στοχαστές της ζωής και αυτιστικοί. Ο Michael με το παραπλανητικά γελαστό του ύφος μας λέει πόσο δύσκολες είναι οι σχέσεις, χωρίς να μας πονά, χωρίς να μας επιτίθεται. Ο John, (υπερ)αναλύοντας ένα παιδικό παιχνίδι, μας διδάσκει για τη ζωή, τη ζωή «μας», όχι τη ζωή «του αυτιστικού». Ο Wolf, τέλος, χωρίς να μας «δαγκώσει το κεφάλι», μας χτυπά με αμείλικτα ερωτήματα. Για μας ο Μόγλης φεύγει από τη ζούγκλα για ένα καλύτερο κόσμο. Γι’ αυτόν όμως η ζούγκλα είναι το σπίτι του, ένα σπίτι πιο όμορφο, πιο λειτουργικό και τελικά πιο οικείο από τις παράξενες τσιμεντουπόλεις που εμείς οι νευροτυπικοί έχουμε συνηθίσει. Οι άνθρωποι της ταινίας μας προειδοποιούν ενάντια στη «νεα ευγονική»: Αν χάσουμε τον αυτισμό, μήπως χάσουμε σε ιδιοφυία, σε δημιουργικότητα και τελικά: σε ανθρωπιά;

Διάλειμμα, καφές, τσιγάρα, αγορά του νέου εισιτηρίου – «να μείνουμε ή να φύγουμε; Είναι 11 η ώρα». Τα φώτα χαμηλώνουν και αρχίζει το «Αυτιστικοί» του Wolfram Seeger (www.exit-seeger.de).

Η ταινία «Αυτιστικοί» λειτουργεί αντίθετα από αυτήν του Larsen. Εδώ οι άνθρωποι είναι «διεγνωσμένοι» και ζουν στο οικοτροφείο Haus Bucken (www.haus-bucken.de) . Οπτικά μοιάζει με επίθεση στις αισθήσεις. Άνθρωποι στο μπάνιο, στο φαγητό, στο ντύσιμο. Άνθρωποι με κρίσεις, με παράξενη συμπεριφορά, που δεν επικοινωνούν. Άνθρωποι, τέλος, που χρειάζεται να φορούν κράνος και να δένονται στο κρεββάτι, για να μη τραυματιστούν. Παρά το όμορφο περιβάλλον, ήταν προφανές στα πρόσωπα του κοινού τι σκεφτόταν. Σοκ, τρόφιμοι, έγκλειστοι, κολαστήριο, λύπη, οίκτος, φρίκη. Εξορκισμός. Μακριά από μας.

Η ταινία του Seeger είναι τόσο πικρή, όσο ήταν γλυκιά αυτή του Larsen. Αν μπορέσουμε να δούμε πέρα από το εξωτερικό των ανθρώπων του Haus Bucken, που σημαίνει αν μπορέσουμε να σπάσουμε τις δικές μας αλυσίδες, τις αλυσίδες της μισαλλοδοξίας, της πουριτανικής ψευτοαξιοπρέπειας, της νοσοφοβίας, θα μας ανοιχθεί ένας πολύ διαφορετικός κόσμος. Σαφώς ένας κόσμος δύσκολος. Ένας κόσμος που δίνει μια απάντηση στο «ευγονική ή οχι» της ταινίας του Larsen. Ένας κόσμος που μας θυμίζει οτι για κάθε ένα «λειτουργικό αυτιστικό» υπάρχουν δέκα (εκατό;) που λειτουργούν δυσκολότερα. Μας θυμίζει οτι μπορεί να μη μιλάμε καν για το ίδιο φαινόμενο – ας μη ξεχνάμε οτι η διάγνωση γίνεται με ένα αδρό μέτρο του φαίνεσθαι και οχι αιτιολογικά. Μας θυμίζει οτι πολύ λίγα πράγματα ξέρουμε για τον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Το πιο εκπληκτικό στην ταινία «Αυτιστικοί», όμως, δεν είναι όλα τα λίγο – πολύ κλινικά που παρατέθηκαν παραπάνω. Το πιο εκπληκτικό είναι πάλι οι άνθρωποι και οι ανατροπές που προκαλούν. Οι άνθρωποι του Haus Bucken που παρ’ οτι μοιάζουν «έγκλειστοι» και παγιδευμένοι σ’ ένα σώμα που δυσλειτουργεί, επικοινωνούν ελεύθερα! Αντιλαμβάνονται τον Seeger και την κάμερα, συνομιλούν μ’ αυτόν – οχι πάντα λεκτικά – και τελικά αφηγούνται την ιστορία τους μέσα από το παιχνίδι, την αλληγορία, τον ιδιότυπο συμβολισμό και τη γλώσσα του σώματος.

Είναι ευκολότερο να το δούμε αυτό στον Christian, ένα παιδί πέντε και ογδόντα χρονών, που αγαπά τα Duplo και το κεφάλι της μητέρας του. Δυσκολεύει κάπως με τη Marlen, η οποία μοιάζει να παίζει συνεχώς με ένα ροζ φλαμίγκο και να λέει παράξενα πράγματα, όπως «δαγκώνει; δε δαγκώνει» και «ζει! είναι ζωντανό!». Αν κάνουμε μια μικρή αυθαιρεσία και υποθέσουμε οτι το φλαμίγκο αναπαριστά εκείνην, τα παράξενα πράγματα αποκτούν αίφνης νόημα. Μας φωνάζει «ζω! είμαι εδώ!». Μας λέει οτι δεν είναι επικίνδυνη, δε δαγκώνει, αν και της έρχεται που και που – σε ποιόν από μας δεν έρχεται; Δείχνει μεγάλη συνείδηση της πραγματικότητας δε, όταν πολύ συγκινητικά μας λεει για το φλαμίγκο οτι «έχει τραυματιστεί, έχει χτυπήσει το φτερό της».

Τα πράγματα δυσκολεύουν περισσότερο. Ο Lars δεν μιλάει παρά ελάχιστα. Χωρίς λόγο πώς να προσεγγίσεις κάποιον; Είναι ο Lars λοιπόν αυτός που προσεγγίζει – και απομακρύνεται. Κοιτά την κάμερα περιπαικτικά, ποζάρει «άγρια» με το τσεκούρι (με το οποίο κάνει ξυλογλυπτική και δεν είναι ο «σχιζοφρενής με το τσεκούρι», μια ακόμα εικόνα που μας δένει με τις προκαταλήψεις μας), μας δείχνει κομμάτια της καθημερινότητάς του, την αγάπη του για τον καφέ – καπουτσίνο κατά προτίμηση – και στο τέλος, όταν πια έχει πει ο’τι ήθελε, καλύπτει το πρόσωπό του με τη μπλούζα του – «τελείωσα, ο’τι καταλάβατε καταλάβατε».

Ο Hannes; Οχι μόνο δε μιλάει, αλλά πια προσεγγίζει στο έπακρο την εκλαϊκευμένη εικόνα του αυτιστικού, του «καθυστερημένου». Επαναλαμβάνει κινήσεις αενάως, μουγκρίζει, δυσκολεύεται να φάει, χρειάζεται βοήθεια στο μπάνιο. Κινητοποιεί το κοινό – «εισβάλλουμε στην ιδιωτικότητά του». Εννοούμε οτι αυτός εισβάλλει στην ψυχική μας γαλήνη, ο φακός τον φέρνει πιο κοντά απ’ ότι θέλουμε, είναι πιο καλά να νομίζουμε οτι δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Και έπειτα; Βλέπουμε τον Hannes να πλησιάζει και να γέρνει το κεφάλι του επάνω στο μουσικοθεραπευτή που παίζει στην κιθάρα του ένα όμορφο, ίσως λίγο λυπημένο μοτίβο, επαναλαμβανόμενο κυκλικά, ασφαλές και συναρπαστικό. Μετά από λίγο το πλάνο αλλάζει, ο Hannes είναι ξαπλωμένος στο κρεββάτι του, φαίνεται να κινεί τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών του κυματιστά και να μουγκρίζει. Οχι. Παίζει μουσική και τραγουδά.

Επιτέλους φτάνουμε στο τέλος, στον πάτο. Ο Jörg αποκλείεται να καταλαβαίνει και να επικοινωνεί. Κοιμάται δεμένος στο κρεββάτι του, χτυπά, δαγκώνει, ουρλιάζει. Μη μας τον δείχνετε! Η εικόνα είναι δύσκολη, απελπισία. Ίσως αν τον βλέπαμε μέσα από ένα πρίσμα, μέσα από κάτι που να φιλτράρει το σοκ, σαν μια έκλειψη ηλίου: Να τη δούμε μέσα από ένα φακό για να μη μας καταστρέψει τα μάτια. Ο φακός είναι το προσωπικό του Haus Bucken και αν θέλετε κατ’ επέκταση κάθε άνθρωπος που έρχεται σ’ επαφή με τους Jörg του κόσμου. Στα μάτια τους βλέπουμε την απογοήτευση από την δυσκολία στην επικοινωνία, αλλά οχι απελπισία, οχι οίκτο, παραίτηση. Του πιάνουν τα χέρια για να τον κουρέψει η κομμώτρια, αλλά γενικώς τον αφήνουν να είναι. Να υπάρχει με τον τρόπο του. Όταν δαγκώσει του καθιστούν σαφές οτι αυτός ο τρόπος επικοινωνίας δε συμβαδίζει με τις νόρμες των «νευροτυπικών» και βλέπουμε οτι απλώνει το χέρι να χτυπήσει αλλά επιλέγει να μη το κάνει – η το στρέφει στον εαυτό του.

Δυσκολεύομαι να χωρίσω τις ταινίες, να θυμηθώ ποιός χαρακτήρας εμφανίζεται που, ποιός λέει τι. Ίσως να είναι η περασμένη ώρα και η κούραση, ή ίσως να λέει κι αυτό κάτι. Το αυτονόητο, δηλαδή. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι και η διαφορετικότητα είναι δύσκολη. Όμως είμαστε όλοι κομμάτια του ίδιου συνόλου, οι βασικές μας ανάγκες είναι ίδιες και όλοι μας επικοινωνούμε. Ο αυτισμός μας προκαλεί να τον κατανοήσουμε, να κατανοήσουμε μια ξένη γλώσσα που όμως μιλιέται μόνο από έναν άνθρωπο κάθε φορά και περιέχει σύμβολα ανοίκεια σ’ εμάς τους «άλλους», τους παρά-ξενους.

No comments: